Το μονοπώλιο των Μανιατών στον Πειραιά


Θωμάς Καλέσιος*

Τον Φεβρουάριο του 1906 κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά το ιταλικό ατμόπλοιο «Poicevera», προερχόμενο από την αυτόνομη ακόμη Κρήτη. Στο τελωνείο οι λιγοστοί αποβιβασθέντες Κρητικοί επιβάτες αρνούνται τη «βοήθεια» –γεγονός που θα σήμαινε αυτομάτως την πληρωμή τους για την παρεχόμενη υπηρεσία– των Μανιατών υπαλλήλων, που προσφέρεται κάπως επιτακτικά, να κουβαλήσουν τις αποσκευές τους. Η διαφωνία αυτή καταλήγει σε καβγά: «Τράβα, μωρέ, τα καλάθια σου από δω, σεις οι Κρητικοί δε λέτε να γίνετε άνθρωποι!». Η ένταση κλιμακώνεται σε αιματηρή συμπλοκή, με θύματα δύο Kρητικούς που τραυματίζονται από το μαχαίρι ενός Μανιάτη αχθοφόρου, με τον έναν αργότερα να πεθαίνει στο νοσοκομείο.

Η σπίθα είχε ανάψει, οι συγκρούσεις και οι συμπλοκές ανάμεσα στις δύο κοινότητες δεν άργησαν να εξαπλωθούν και μέσα στην πόλη του Πειραιά. Για δύο ημέρες τα βίαια περιστατικά με αμφίδρομες αντεγκλήσεις, επιθέσεις και καταστροφές, τραυματισμούς, ακόμη και δολοφονίες πήραν μεγάλη έκταση και χρειάστηκε η παρέμβαση όχι μόνο των αστυνομικών δυνάμεων αλλά και του στρατού. Ο κλινήρης δήμαρχος Πειραιά Π. Δαμαλάς έκανε την εμφάνισή του προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα σε συνεργασία με τις «κεφαλές» των δύο κοινοτήτων. Πρώτιστος στόχος ήταν η ειρήνευση και ο αφοπλισμός των Κρητικών που είχαν εφοδιαστεί με όπλα μετά τη λεηλάτηση οπλοπωλείου της πόλης. Η επικινδυνότητα της κατάστασης αλλά και η σημασία της ηρεμίας, ευταξίας και απρόσκοπτης λειτουργίας του μεγαλύτερου και σημαντικότερου λιμανιού της χώρας τεκμαίρονται και από την επίσκεψη ελάχιστες ημέρες μετά τόσο του αρμόδιου υπουργού Οικονομικών Α. Σιμόπουλου όσο και του ίδιου του πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη.

Το τελωνείο

Αποτέλεσμα του αιματηρού συμβάντος αποτελεί η ψήφιση νόμου, και μάλιστα εντός ελαχίστων ημερών, που ρύθμιζε τις φορτοεκφορτωτικές εργασίες της κομιστικής υπηρεσίας του τελωνείου Πειραιά. Η πράξη αυτή συνιστά την πρώτη προσπάθεια επίσημης οριοθέτησης των εργασιών στο τελωνείο. Οσες ενέργειες είχαν γίνει παλαιότερα, δεν είχαν τελεσφορήσει. Ενδεικτικό είναι πως ελάχιστα χρόνια πριν, στο γύρισμα του αιώνα (1901), η θέληση να τακτοποιηθεί η κατάσταση δεν προχώρησε, ακριβώς λόγω της διαφωνίας ανάμεσα σε δύο μανιάτικες οικογένειες που δραστηριοποιούνταν στο λιμάνι και ήλεγχαν τις εργασίες φορτοεκφόρτωσης, κάτι που το 1906 υπό την πίεση των αιματηρών γεγονότων τέθηκε επιτακτικά και αναπόδραστα.

Το μονοπώλιο των Μανιατών στον Πειραιά-1
Πίνακας (απόσπασμα) διατίμησης πληρωτέων αχθοφορικών δικαιωμάτων στο τελωνείο Πειραιά. Ο νόμος του 1906 παρουσιάζει ξεκάθαρα τον τρόπο και το είδος των εργασιών που λαμβάνουν χώρα στο λιμάνι. Συνοδεύεται από «τιμοκατάλογο» ανάλογα με την προσφερόμενη υπηρεσία, το προϊόν και το είδος του, αλλά και τον τρόπο μεταφοράς, αν πρόκειται δηλαδή για βαλίτσα, κουτί, σακί ή χύμα αγαθό, καλύπτοντας όλες τις πιθανές καταστάσεις και περιπτώσεις. Πηγή: ΦΕΚ Α΄ αριθ. 49/23.2.1906, «Περί κανονισμού της κομιστικής υπηρεσίας εν τω τελωνείω Πειραιώς».
Οι προβληματισμοί για το τελωνείο Πειραιά και τα παράπονα εμπόρων, ατζέντηδων, προξένων, επισκεπτών και όσων αναγκάζονταν να το επισκεφθούν, αποτελούσαν μόνιμη επωδό με πολύ γλαφυρό και έντονο περιεχόμενο. Δεν είναι διόλου τυχαία η γνωστοποίηση που συνεχώς επαναλαμβάνει στον τοπικό Τύπο η Lloydaustro-Ungarigo, η μεγάλη ατμοπλοϊκή εταιρεία, μέσω του γενικού της πράκτορα, με την οποία ενημερώνει και προειδοποιεί –αποποιούμενη την ευθύνη ταυτόχρονα– τους παραλήπτες των εμπορευμάτων πως πρέπει να σπεύδουν για την παραλαβή τους προκειμένου να μη μένουν εκτεθειμένα στις φορτηγίδες λόγω της έλλειψης χώρου στις αποθήκες του τελωνείου. Το 1892, όπως μας φανερώνει η αναφορά του Αγγλου προξένου, η αναμονή των δεμάτων στο τελωνείο παραμένει μεγάλη. Πράγματι, το τελωνείο Πειραιά ασφυκτιά και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός λιμανιού σύγχρονου που έχει να διαχειριστεί έναν ολοένα αυξανόμενο όγκο αγαθών και ατόμων που χρειάζεται να μεταφερθούν, να ελεγχθούν ή να φυλαχθούν. Οι διαθέσιμοι χώροι είναι ακατάλληλοι και ανεπαρκείς, το προσωπικό λίγο και η οργάνωση της υπηρεσίας δεν εμπνέει εμπιστοσύνη σε κανέναν.

Προσπάθεια ελέγχου

Ο νόμος του 1906, πέρα από τον ορισμό των εργασιών που λαμβάνουν χώρα στο συγκεκριμένο κομβικό κομμάτι του λιμανιού, περνάει και στα κριτήρια επιλογής των εργατών (ηλικιακά, πρακτικά αλλά και ηθικά) που θα κληθούν να στελεχώσουν τη «νέα» υπηρεσία ή ορθότερα τη νέα μορφή της. Το σημείο αυτό υπόρρητα φανερώνει την ξεκάθαρη θέληση για μείωση και έλεγχο του αριθμού των εργατών που δραστηριοποιούνται στο λιμάνι, και συνηγορεί στην επιθυμία διαδικασίας συγκρότησης μιας δεδομένης και ελεγχόμενης κατάστασης στον χώρο των φορτοεκφορτωτικών εργασιών του λιμανιού.

Αποτελεί κοινό τόπο για πολλά λιμάνια της υφηλίου ο έλεγχος και η αναπαραγωγή της εργασίας των φορτοεκφορτωτικών εργασιών να βρίσκεται στα χέρια συγκεκριμένων συγγενικών δικτύων, και ο Πειραιάς ως μόνιμος υποδοχέας πληθυσμών δεν αποτελεί εξαίρεση. Ετσι, ο καταμερισμός της εργασίας στο λιμάνι του Πειραιά θα βρει λίγο – πολύ τους Μανιάτες να ελέγχουν τις φορτοεκφορτώσεις, τους Κυθήριους ως λεμβούχους και τους Κυκλαδίτες ανθρακεργάτες. Η διαδικασία αυτή, που δεν αφήνει ίχνη συγκεκριμένα στο πότε και πώς εκκινεί, εδράζεται σε συνδυασμό καταστάσεων: στην ανάγκη αφενός τροφοδοσίας με άφθονα εργατικά χέρια ενός μεγάλου αναπτυσσόμενου λιμανιού τη στιγμή που τα χρειάζεται, και αφετέρου στη διέξοδο του πληθυσμιακού πλεονάσματος ενός ευρύτερου γεωγραφικού – αγροτικού χώρου όπως ο ελλαδικός, που αναζητάει ένα άμεσο μεροκάματο.

Το λιμάνι αποτελεί τον κατεξοχήν τόπο εύρεσης εποχικής – ευκαιριακής, ανειδίκευτης και χειρωνακτικής εργασίας, μόνο που η διαδικασία επιλογής δεν αφήνεται στην τύχη της, οι γνωριμίες και οι μεσάζοντες είναι αυτοί που θα αποφασίσουν ποιοι και για πόσο θα εργαστούν στο λιμάνι. Οι Μανιάτες ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα έχουν επιτύχει να ελέγχουν τις εργασίες του τελωνείου, ενώ από νωρίτερα σύνηθες ήταν το τηλεγράφημα που συνόδευε την είδηση της γέννησης ενός αγοριού προς τους συγγενείς στην πρωτεύουσα: «Εγεννήθη άρρεν, κρατήσατε θέσιν [ενν. φορτοεκφορτωτή]».

Αστυνόμευση

Με τον νόμο που ψηφίζεται η κυβέρνηση διατήρησε τον άμεσο έλεγχο της κομιστικής υπηρεσίας και προσπάθησε να μειώσει τον αριθμό των εργατών του τελωνείου. Στην πράξη, ο νόμος του 1906 θα κανονικοποιήσει τη λειτουργία του λιμανιού, λαμβάνοντας όμως σοβαρά υπόψη την παραδεδομένη πρακτική: τον κομβικό ρόλο των Μανιατών. Για την εφαρμογή του νόμου ορίστηκε, και μάλιστα ήδη από το πρώτο άρθρο, μόνιμη αστυνομική παρουσία στον χώρο του λιμανιού. Η παρουσία αυτή πέρα από την άμεση δήλωση της επίσημης κρατικής εξουσίας στόχευε και στην όσο το δυνατόν απρόσκοπτη εφαρμογή της νέας κατάστασης.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα, σύνηθες ήταν το τηλεγράφημα που συνόδευε την είδηση της γέννησης ενός αγοριού προς τους συγγενείς στην πρωτεύουσα: «Εγεννήθη άρρεν, κρατήσατε θέσιν [ενν. φορτοεκφορτωτή]».
Η επίγνωση της δυσκολίας του εγχειρήματος εφαρμογής του νόμου και η ανάγκη αυτό να συντελεστεί σε στάδια επιβεβαιώνονται στην πράξη. Η πρακτική εφαρμογή του νέου πλαισίου είτε καθυστέρησε, είτε συνάντησε αντιστάσεις ακριβώς λόγω της ιδιομορφίας της φύσης της δουλειάς αλλά και της πρωτοκαθεδρίας των Μανιατών. Η πίεση που φαίνεται να ασκούν σχετικά ήταν μάλλον σημαντική και πετυχημένη. Το γεγονός, επίσης, πως βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο (εθνικές βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν τον Μάρτιο του 1906, όπου κέρδισε με ισχυρή πλειοψηφία το κόμμα του Κερκυραίου πολιτικού Γεωργίου Θεοτόκη) βάρυνε και αυτό ασφαλώς με τη σειρά του.

Οι εγκατεστημένες συνθήκες εργασίας στον συγκεκριμένο χώρο έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο αναφοράς που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Στόχος του νομοθέτη, βέβαια, είναι η συνέχιση των εργασιών στο λιμάνι. Προβλέπεται μεταβατικό διάστημα ενός μήνα, όπου ειδική επιτροπή ορίζει και επιλέγει τους αναγκαίους εργάτες. Το φαινομενικά ασαφές περί ηθικών κριτηρίων στοχεύει κυρίως στον αποκλεισμό όσων πρωτοστάτησαν στα βίαια γεγονότα του Φεβρουαρίου. Για την οριστική επιλογή κατόπιν αίτησης των ενδιαφερομένων θα καταρτιστεί σχετική λίστα. Η κύρωση του διατάγματος την 1η Ιουνίου 1906 στη Βουλή, πέρα από το πρακτικά διαδικαστικό ζήτημα, αναμφίβολα συνδέεται και με τις ιδιαιτερότητες και δυσκολίες εφαρμογής του νόμου. Μια νέα αναταραχή που δημιουργήθηκε τον Μάιο (μετά την ψήφιση του νόμου), όταν Μανιάτες που δούλευαν στη φορτοεκφόρτωση γαιανθράκων επιχείρησαν να εκτοπίσουν τους Κυθήριους και Σαντορινιούς, οι οποίοι στο μεταξύ τους είχαν αντικαταστήσει, τεκμηριώνει την παραπάνω θέση και φανερώνει το μέγεθος του ζητήματος.

Ο δικός τους άνθρωπος

Το αποτύπωμα της όλης διευθέτησης της κατάστασης στο τελωνείο Πειραιά όπως πρωθύστερα θίχτηκε, δεν φαίνεται πρακτικά να αποτέλεσε την τομή που επιδίωξε. Στις 31.3.1909, 2.000 μέλη συντεχνιών, εμπόρων και καταστηματαρχών πραγματοποίησαν πορεία διαμαρτυρόμενα για τις αυθαιρεσίες του τελωνείου. Το σύστημα οργάνωσης και αναπαραγωγής της εργασίας συνέχισε να περνάει μέσα από τα ίδια κανάλια και μάλιστα με τόση σθεναρή ανθεκτικότητα, που ακόμη και τη δεκαετία του 1930, όπου το σύστημα οργάνωσης της εργασίας στο λιμάνι άλλαξε άρδην με την ίδρυση του ΟΛΠ, οποιοσδήποτε Μανιάτης επιδίωκε να εργαστεί στο λιμάνι δεν έψαχνε στα τυφλά, αλλά πήγαινε στου «Νικολάκη το λιμάνι». Ο «δικός τους Νίκος» δεν ήταν άλλος από τον δικηγόρο Νικόλαο Γεννηματά –Μανιάτης ασφαλώς στην καταγωγή–, ο οποίος διετέλεσε για τρεις θητείες πρόεδρος του αρτισύστατου οργανισμού.

Ακόμη και τη δεκαετία του 1930, όταν πλέον είχε ιδρυθεί ο ΟΛΠ, οποιοσδήποτε Μανιάτης επιδίωκε να εργαστεί πήγαινε στου «Νικολάκη το λιμάνι» – επρόκειτο για τον πρόεδρο του οργανισμού με καταγωγή από τη Μάνη.
Η «κακοδαιμονία» του λιμανιού του Πειραιά δεν οφειλόταν αποκλειστικά στο επονομαζόμενο «εργατικό πρόβλημα», ούτε φυσικά στους ίδιους τους Μανιάτες που κατόρθωσαν να ελέγξουν τις σχετικές διαδικασίες, μια κατάσταση γνωστή και συνήθης, με τους Ιρλανδούς να έχουν κατορθώσει, για παράδειγμα, το ίδιο τόσο στο Λονδίνο και το Λίβερπουλ, όσο και στη Νέα Υόρκη, όπου διαγκωνίζονταν με τους Ιταλούς για τον έλεγχο του τόσου σημαντικού αυτού λιμανιού. Ο ρόλος των λιμανιών και η οικονομική τους σημασία, συνδυαζόμενος με την υφή και την οργάνωση της εργασίας σε αυτά, ιδίως σε περιόδους όπου αυτή χαρακτηρίζεται ως εντάσεως εργασίας και όχι κεφαλαίου όπως και στον Πειραιά –τουλάχιστον έως τα μέσα της δεκαετίας του 1920–, αφήνει περιθώρια για σκέψεις και προβληματισμούς για την περιπλοκότητα του φαινομένου.

*Ο κ. Θωμάς Καλέσιος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης, Κέντρο Ναυτιλιακής Ιστορίας – Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών – ΙΤΕ.

Πηγή: kathimerini.gr

Η φωτογραφία από το pireorama

Από opireas.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *